Tης Αναστασίας Γιάμαλη
Μεγαλώσαμε εδώ, είναι ωραία εδώ, τι ωραία; Μαγικά είναι, έχει ήλιο, έχει θάλασσα, έχει αλάτι στα μαλλιά, άμμο κρυμμένη στα πιο παράξενα σημεία μιας τσάντας που δεν τινάξαμε... εδώ φοράμε σκούφους μονάχα επειδή έτσι γουστάρουμε, εδώ είναι νοέμβρης και δεν χρειάζεσαι μπουφάν, εδώ τρώμε σουβλάκια στο όρθιο, πίνουμε τσίπουρα και γελάμε, εδώ κλαίγαμε για αγόρια που δεν μας ήθελαν, μετά πετούσες μια μαλακία και σκάγαμε στα γέλια, εδώ έκλαψαν επειδή δεν τους θέλαμε, εδώ χαράξαμε τα ονόματα μας σε δέντρα -αυτά τα λίγα που υπάρχουν- εδώ κάναμε κοπάνες, εδώ μεθύσαμε και ξερνούσαμε στο μπάνιο κάποιου φίλου, εδώ – στο δωμάτιο μου – μας είχε βρεί η μάνα μου λιωμένες με ένα μπουκάλι τεκίλα και κάτι φλούδες από λεμόνια, θυμάσαι;
Eδώ ξεκινήσαμε να ονειρευόμαστε, μετά ακούσαμε για «επανάσταση», μετά τα όνειρα άλλαξαν, εδώ φάγαμε χημικά , εδώ τρέξαμε, εδώ σε πήρα τηλέφωνο κλαίγοντας τότε που πέρασαν τα μέτρα και ψέκασαν εναν παππου μπροστα μου και φώναζε από το τηλέφωνο η μάνα σου να ρθεις με το αυτοκίνητο (!) στο αποκλεισμένο Σύνταγμα να με μαζέψεις γιατί ειμαι "βλαμμένο", εδώ είδαμε το δίκιο εδώ και το άδικο, εδώ ανατριχιάσαμε με ένα σύνθημα και γελάσαμε με το "μωρο μου εισαι όμορφη σαν τράπεζα που καίγεται". Τώρα φεύγεις... Ούτε η πρώτη είσαι ούτε η τελευταία... Εγώ θα μείνω.
Ο ένας μετά τον άλλον φεύγουν, ο ένας Λονδίνο, η άλλη Βέλγιο, Βερολίνο, ο άλλος Ολλανδία, Αμερική διάφοροι. Οικονομικοί μετανάστες. Ποιοι; Οι δικοί μου οι φίλοι. Αυτοί με τους οποίους σπούδασα, αυτοί με τους οποίους ονειρεύτηκα τις δουλειές και τις ζωές «των ονείρων» μας. Όνειρο γιόκ... Στην καλύτερη θα δουλεύουμε – όσοι είμαστε τυχεροί- δωδεκάωρα για ένα μισθό "χέσε μέσα", ούτε ταξίδια, ούτε λεφτά, ούτε φοβεροί έρωτες (που χρόνος για έρωτες, δεν βλέπεις τι γίνεται!) ούτε μέλλον. Μία και σήμερα, όπως στο στρατό, κάθε μέρα γίνεται «μία και σήμερα». Σκατά. Το ξέρω πως δεν θες να ζεις με ένα 500άρικο, πως έχεις όνειρα. Τα ίδια όνειρα έχουμε. Εγώ θα μείνω.
Ο ένας μετά τον άλλον αγανακτούν, και φεύγουν... έχουν γαμάτα βιογραφικά οι φίλοι μου, τους προσλαμβάνουν εύκολα έξω - χαίρομαι. Λυπάμαι που σκορπιζόμαστε. Λυπάμαι που μένω εδώ και οι άλλοι φεύγουν για ένα μέλλον που για να το ζήσουν θα πρέπει να μηδενίσουν το κοντέρ τους. Ένα κοντέρ που τις ταχύτητες του τις ανεβάσαμε μαζί τόσα χρόνια. Φεύγεις, θα σε στηρίξω, αλλά ρε γαμώτο, μην φύγεις! Δες πόσα καταφέραμε σε τόσο λίγο διάστημα, πίστευες τι θα συνέβαινε το 2008, πίστευες ότι θα μαζευόμασταν εκατοντάδες χιλιάδες στο Σύνταγμα για τόσους μήνες, πίστευες οτι θα πιανόμασταν χέρι χέρι για να μην χαθούμε μες τον κόσμο, πίστευες ότι θα πηγαίνουμε σε συγκεντρώσεις και δεν θα μαστε τρεις κι ο κούκος, πίστευες το αποτέλεσμα των εκλογών όταν γιορτάζαμε το βράδυ στο περίπτερο στο Πανεπιστήμιο και ήταν αυτό το αστείο παιδί με την πορτοκαλάδα που δεν μιλούσε, έλα πες, πιστεύεις την απόσταση που έχουμε διανύσει; Eγώ θα μείνω.
Ο ένας μετά τον άλλον πακετάρουν, γαμωσταυρίζουν, δακρύζουν και επιβιβάζονται σε ένα αεροπλάνο – όχι για ένα χρόνο που διαρκεί το μάστερ - για όσο... Η μάνα τους κλαίει από το τηλέφωνο τι να πει; λέει «Καλή τύχη». Και όλο και περισσότερο ακούω το «Η Ελλάδα είναι μόνο για διακοπές»! Όχι ρε! Δεν είναι μόνο για διακοπές, γιατί αν αρχίσεις να το πιστεύεις, τότε θα την καταντήσουν μόνο για διακοπές, αλλά για τις διακοπές που θα σιχαίνεσαι να κάνεις. Εγώ θα μείνω.
Ο ένας μετά τον άλλον βλέπουν την πόλωση, τους φασίστες, την επικείμενη σύγκρουση. Μου είπες ότι κάτι μπάτσοι είχαν στριμώξει έναν μετανάστη, ότι τους έδειξε τα χαρτιά του και του τα σκισαν, μου είπες ότι στους φίλους του Δ. που τους έπιασαν τους ξερίζωσαν τις τζίβες μία μία, σοκαρίστηκες. Το ξέρω πως κάθε βράδυ ακούς για επιθέσεις χρυσαυγιτών σε μετανάστες, το ξέρω πως εσύ ήθελες να σώζεις γατάκια μην τα πατήσουν αυτοκίνητα και τώρα ασχολείσαι με τέτοια. Δεν ήμασταν προετοιμασμένες γι αυτό αλλά να που έτυχε...
Και τώρα τι; 'Ετσι απλά, δεν ζείς εδώ όπως θα θέλες και φεύγεις. Φεύγοντας από το πρόβλημα δεν λύνεται, μήπως πάντα φεύγαμε αναζητώντας την προσωπική διάσωση; Mήπως φτάσαμε εδώ επειδή συναινέσαμε σε αυτή την λάθος λογική; Kαι αν εκεί που πας, γίνουν σε λίγο καιρό τα ίδια, τι θα κάνεις; Θα πας αλλού; Θα γυρνάς με μια βαλίτσα τον πλανήτη για να βρείς που δεν έχει κρίση, μπάς και ζήσεις; Μια ζωή φευγάτη; Μπας και δω φευγάτη ήσουν; Mήπως όταν αδιαφόρησες- αστάθμητος παράγοντας βλέπεις η αδιαφορία- έφταιξες κι εσυ; Όπως κι εγώ. Τώρα έκλεισες και τα εισιτήρια. Εγώ θα μείνω.
Ο ένας μετά το άλλον, μιλούν από το skype φορώντας πυτζάμες μπροστά σε μια κάμερα με τους φίλους που τους έδιωξε η χώρα τους... Μας είπανε ότι όλα γίνονται για «την σωτηρία της πατρίδας». Ποια πατρίδα ρε, η πατρίδα μπαίνει σε αερόπλάνο και μετακομίζει αλλού. Στην βαλίτσα της έχει έναν Πουλαντζά (δανεικό κι αγύριστο), τον Τρυποκάρυδο του Ρόμπινς και μια μπλούζα μου. Ποια "πατρίδα" χωρίς τους φίλους μου; Το πιο φιλόδοξο όνειρο είναι το δύσκολo. Και εδώ μένουμε λίγοι, όλο και λιγότεροι, δυναμώνουμε την φωνή μας (πάει μαζί με την οργή αυτό). Αλλά δεν μπορώ να φωνάζω για δύο, για τρεις για δέκα, μένουμε λίγοι...
Καταφέρνουν αυτό που θέλουν, μας αποδεκατίζουν, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν γίνεται να φεύγεις και να μείνουμε εμείς οι λίγοι με τα παππούδια που ψήφισαν Σαμαρά. Θα μας κάνουν τα ίδια και χειρότερα. Μείνε να το παλέψουμε. Μείνε να τους διώξουμε και να φτιάξουμε τον κόσμο μας όπως μας αξίζει, καλύτερο! Oνειρέψου με μάτια ανοιχτά εδώ. Δεν μπορώ μόνη μου... Μείνε να μη μείνουμε λίγοι... Εγώ θα μείνω.
Πηγή: Lifo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου